κανοναρχίζω
Смотреть что такое "κανοναρχίζω" в других словарях:
κανοναρχίζω — και καλοναρχίζω [κανονάρχης] κανοναρχώ*. και καλοναρχίζω κανοναρχώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κανοναρχῶ*] … Dictionary of Greek
καλοναρχίζω — βλ. κανοναρχίζω … Dictionary of Greek
κανονάρχισμα — και κανονάρχημα, το [κανοναρχίζω] 1. το έργο τού κανονάρχη, η υπαγόρευση τών ψαλλόμενων κανόνων, δηλ. εκκλησιαστικών ύμνων, στον ψάλτη 2. μτφ. υπαγόρευση, εισήγηση, υποκίνηση, υποβολή … Dictionary of Greek
κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… … Dictionary of Greek